< διασκεδαστής
†διασκελίδα· >
διασκεδαστικός
,
-ή, όν
que disipa
o
desintegra
las cataratas oculares, Dsc.3.80,
δύναμις ... οἰδημάτων δ.
Dsc.3.127, cf. 5.93, 115.