διασαίρω
• Morfología: [sólo perf. part. διασεσηρώς Plu.Mar.12, Gal.19.136]
1 reírse burlonamente Plu.l.c.
2 estar abierto o extendido
ἡ διασεσηρότας ... ἔχουσα τοὺς δακτύλους τῶν ποδῶνGal.l.c.
ἡ διασεσηρότας ... ἔχουσα τοὺς δακτύλους τῶν ποδῶνGal.l.c.