διαρρώξ, -ῶγος


1 excavado διαρρὼξ ... κυμάτων ... σάλῳ ... ἀγμός E.IT 262, πέτραι Opp.H.3.212.

2 subst. ἡ δ. separación, hendidura πορθμοῖο δ. la corriente del estrecho Opp.H.5.216.