< διαρρυπτικός
διάρρυσις >
διαρρύπτω
limpiar completamente
κηλῖδα
Lib.
Or
.12.33
•
medic.
τὸ σπλάγχνον
Archig.13.2B.,
τὰς ἐμφράξεις
Gal.10.565, cf. 563.