διαρρυθμίζω


1 ajustar κανόνα IG 13.475.70 (V a.C.).

2 poner en orden, componer τὴν ἑκάστου στοιχείωσιν οὐκ ἐγὼ διερρύθμισα LXX 2Ma.7.22, τὸν οἰκεῖον βίον Thdt.M.80.1237C.