διαπῠρόομαι
I
ΤροίανE.Cyc.694.
2 en v. pas. consumirse
τῇ δίψῃ διαπυρούμενοςLXX 4Ma.3.15.
II fig. inflamarse de ira, enardecerse
τῷ θυμῷPlu.Phoc.6,
ὑπὸ τοῦ λόγουEpict.Gnom.26.
ΤροίανE.Cyc.694.
τῇ δίψῃ διαπυρούμενοςLXX 4Ma.3.15.
τῷ θυμῷPlu.Phoc.6,
ὑπὸ τοῦ λόγουEpict.Gnom.26.