διαπίπτω
A c. valor neutro de δια-
I sent. fís. caer c. suj. de cosas
ὕδωρ εἰς τὸ τούτου χωρίον διέπεσενD.55.18,
τὰ δὲ στενὰ διαπίπτεινArist.Cael.313b1,
τὸ διαπεπτωκὸς τοῦ διατειχίσματος ᾠκοδόμουνApp.Pun.125,
ὑπὲρ τέγεος ... θοῷ διέπιπτεν ὀιστῷTriph.581
•fig. de enfermos
δ. ἐπὶ τὸ χεῖρονempeorar Hp.Praec.7.
II
τὸ ᾗ δυνατὸν ἀνθρώπῳ θεωρῆσαι διαπεπτώκασινEpicur.Ep.[3] 98,
διαπίπτειν τὰς κρίσειςtomar decisiones equivocadas D.S.19.33, c. gen.
καὶ τῆς ἀληθ[εία]ς καὶ τῆς κ[ρ]ίσεως τῶν καθηγεμόνωνPhld.Rh.2.93Aur.,
τῆς τοῦ ἐπιτηδεύματος ὀρθότητοςProcl.in Alc.47, c. dat.
τῷ μὴ πάντα περιωδευκέναι καλῶς τὰ φαινόμεναPhld.Sign.30.30, c. constr. prep.
ἐν μὲν τοῖς σημαινομένοις οὐ διαπίπτοντος αὐτοῦChrysipp.Stoic.3.33,
ἐν αὐτῷ τῷ λέγεινPlu.2.804a,
ἐν χρήσει νομίσματοςArr.Epict.1.7.6,
ἐν λόγῳA.D.Synt.37.5,
ἐν ταῖς αἰτιολογίαιςS.E.P.1.185,
κατὰ τοὺς λόγουςPhld.Ir.35.35,
ὁ ἔλεγχος ... παρὰ χιλιάδας σταδίων φαίνεται διαπίπτωνStr.2.1.35,
ὁμολογεῖ παρὰ μίαν μοῖραν ... διαπίπτεινVett.Val.239.27,
περὶ τῆς δόξηςSocr.Ep.22.2,
περὶ τῶν μεγίστωνArr.Epict.2.22.36, c. part. pred.
ἀναλόγως ποιοῦντες οὐ διαπεσούμεθαIambl.in Nic.63, abs., Phld.Ir.45.41, de una pers.
διαπίπτωνque vive en el error Ph.2.269 (vol.1.215).
2 c. suj. de pers. y gen. perder
τῆς σῆς ... φιλίαςAristaenet.2.9.10.
3 c. suj. no de pers. fallar, fracasar, malograrse
ὅπως μὴ ἡ ἕψησις διαπέσῃPCair.Zen.304.4 (III a.C.),
οὐθὲν τῶν ὑμῖν συμφερόντων διαπεσεῖταιvuestros intereses no se verán perjudicados, PAmh.33.26 (II a.C.),
εἰ γὰρ διαπίπτει ἡ μία πληγήref. al latido que no se produce en un pulso intermitente, Gal.19.636
•c. dat. de pers. fallarle a uno
τὸ συκοφάντημα ... αὐτῷAeschin.2.39,
αὐτῷ ἡ ἐπιβολήPlb.5.26.16.
B c. valor local de δια-
I
πρὸς τοὺς ἑαυτῶνX.HG 4.3.18,
εἰς τὴν ἈσπίδαPlb.1.34.11,
εἰς ΣάμονPlu.2.303d,
ἐν τῇ μάχῃ διαπεσόντεςX.HG 3.2.4, c. gen. de procedencia, sin ref. a combate
τοῦ παραδείσου διέπεσονGr.Naz.M.35.1060C
•gener. perderse de cosas, esp. de ingresos y bienes materiales
ἵνα μηθὲν διαπίπτῃ τῷ βασιλεῖpara que el rey no sufra ninguna pérdida, PTeb.772.11 (III a.C.), cf. PEleph.21.19 (III a.C.),
συμβήσεται τά τε μελίσσεια ἀπολέσθαι καὶ τὸν φόρον διαπεσεῖνPCair.Zen.467.8 (III a.C.),
ἵνα μὴ διαπέσῃ ἡμῖν τ[ο]σαῦτα ἱερεῖαPCair.Zen.310.5, cf. 626.17 (ambos III a.C.)
•de las estrellas desaparecer en el horizonte, ponerse, Gp.1.11.9
•del tiempo pasar
χρόνου διαπεσόντος βραχέοςArist.Ath.35.4.
2 deshacerse en pedazos, desmoronarse, reventar
εἰ μή σ' ἀπολήσαιμ' ... διαπέσοιμι πανταχῇAr.Eq.695,
νεκρὸν ... ᾧ προσήκει διαλύεσθαι καὶ διαπίπτεινPl.Phd.80c, en v. med. mismo sent.
οἶμαι ... διαπεσεῖσθαί σ' αὐτίκαAr.Ec.1036,
(γῆν) ὑπὸ τῶν ὑδάτων ὑπερυγραινομένην διαπίπτεινen los seísmos, Arist.Mete.365b12,
πομφόλυγεςArist.Pr.936b5,
τὰ ξύλα ... καταρρήγνυται γὰρ καὶ διαπίπτειThphr.HP 3.8.7
•en perf., de objetos materiales estar deteriorado o en mal estado frec. en part.
κρατῆρας ἕξ· τούτων εἷς διαπεπτωκώςseis crateras, una de ellas en mal estado, IG 11(2).154A.68 (Delos III a.C.), cf. 199B.79 (Delos II a.C.),
λιβανωτίδιον πῶμα οὐκ ἔχον, διαπεπτωκόςID 1443C.17 (II a.C.),
τὰ διαπεπτωκότα (συγγράμματα)los libros deteriorados I.AI 12.36.
3 consumirse, morir
ὑπὸ νούσου διαπεσεῖνHp.Ep.11,
διέπεσεν πᾶσα γενεὰ ἀνδρῶνLXX De.2.14, cf. 15,
δ. τὸν μηρόν σουde una maldición a una mujer, LXX Nu.5.21, cf. 27,
ὁ τόπος ὁ διαπίπτωνlugar de muerte, lugar de destrucción equiv. al hebr. Tophet, de cierto lugar execrado cerca de Jerusalén, LXX Ie.19.13, cf. 12,
κἂν εἰ διαπεσεῖν συμβαίη πόλεως ἔκδικονy si sucediera que el defensor de la ciudad muere Iust.Nou.15.5.1
•fig. de palabras perderse
οὐ διέπεσεν εἷς λόγοςni una sola palabra (de las que pronunció el Señor) se perdió, e.d. quedó sin cumplirse LXX Io.23.14.
II c. prep. y ac. extenderse, de rumores divulgarse
ὅπως ... μηδὲ διαπέσῃ φήμη πρὸς Ἰνδοὺς περὶ τούτωνD.S.2.16,
τοῦ δὲ λόγου διαπεσόντος εἰς τὰ στρατεύματαPlu.Galb.22.