διαπήγνυμι
I
διὰ τῶν ἑαυτοῦ πλευρῶν διαπῆξαι τὸ ἀκόντιονAntipho 3.3.5,
δόρασιν αὐτὰ (ὅπλα) ... ἐς τὴν γῆνApp.BC 2.105
•traspasar
σιδάρῳAsclep.1136P.
2 enclavar, fijar
θυσιαστήριονCyr.Al.M.68.289D,
ἁγίαν σκηνήνCyr.Al.M.68.696B, cf. 289D
•fig., en v. med. consolidar
ὁ σταυρὸς ὁ διαπηξάμενος τὰ πάντα λόγῳA.Io.99.1
•náut., en v. med. ensamblar, armar
σχεδίαςLuc.DMort.25.5
•fig. fijar, establecer
τὸν τῆς ἀναστάσεως ... ὅρονAth.Al.M.26.1117B
•en v. med. quedar fijado a
τὸ παλίρρουν τῆς γνώμης εἰς στάσιμον εὐσεβείας πίστιν διαπήγνυσθαιPhot.Bibl.188b11.
II solidificar, congelar
οὐ μὴν ἀλλά γε τὸ πλεῖον διέπηξεν ἢ εἰς ὕδωρ διέλυσεν (ὁ βορέας)Thphr.Vent.54, en v. pas.
πέλανος ὁ διαπεπηγμένοςSch.A.R.1.1075-77b
•en v. med. solidificarse, hacerse denso, tomar consistencia
τὸ τῆς ἄρκτου στέαρ ... διὰ τὸν χειμῶναArist.Mir.835a30.