διαπήγιον, -ου, τό


1 en ornamentación moldura, bandeleta πινάκια βωλητάρια ... σὺν ποδίοις καὶ διαπηγίοις BGU 781.3.8 (I/II d.C.).

2 mec. pieza transversal, travesaño Hero Cheir.131, 132.