διαπέτομαι
• Morfología: [aor. atem. διέπτατο Il.15.83, act. διέπτη Emp.B 17.5, tem. διέπτετο Ar.V.1086]


1 volar διὰ δ' ἔπτατο πικρὸς ὀϊστός (tm.) Il.5.99, cf. E.Supp.860, διέπτατο ὠκέα Ἶρις Il.15.172, cf. 83, Ar.Au.1217, ὄρνις δ' ὣς ἀνοπαῖα διέπτατο Od.1.320, γλαῦκα δ' ὀφθῆναι διαπετομένην ἐπὶ δεξιᾶς Plu.Them.12, (τὸν κάνθαρον) εἰς τὴν ἤπειρον διαπτάσθαι Aesop.86
c. ac. volar sobre γλαῦξ ... τὸν στρατὸν διέπτετο Ar.l.c., αἱ δὲ (μέλισσαι) διαπετόμεναι λειμῶνας Plu.2.41f, (τοὺς χῆνας) τὸ ὄρος ... διαπτῆναι D.P.Au.2.19
atravesar, traspasar πυλεῶνα διαπτάμενος θανάτοιο el icneumón pasando a través de las fauces del cocodrilo, Opp.C.3.419
pasar volando por encima de c. ac. οὐκ ἂν αὐτὴν (Ἀχερουσίαν λίμνην) διαπταίη de aves, Luc.Luct.3
fig. τὸ ἀγαπώμενον διέπτη τῶν λογισμῶν τὴν λαβήν Gr.Nyss.Hom in Cant.181.16
frec. en metáf. de un barco navegar velozmente Ἀργοῦς μὴ διαπτάσθαι σκάφος ... κυανέας Συμπληγάδας E.Med.1
de pers. ir o venir corriendo ἐγὼ δὲ πεμπταῖος ἐκ Πυλῶν διέπτην Luc.DMeretr.9.4, τὸ στάδιον εἴθ' ἥλατο εἴτε διέπτη AP 16.53.

2 fig. de abstr. volar, disiparse, escaparse del ser ἡ δὲ πάλιν διαφυομένων θρεφθεῖσα διέπτη Emp.l.c., ὁ χρόνος ... διέπτατο E.HF 507, τὰ μεγάλα οὕτως προσδοκώμενα διέπτατο Pl.Lg.686a, (ψυχή) ὥσπερ πνεῦμα ἢ καπνὸς ... οἴχηται διαπτομένη Pl.Phd.70a, 84b, ἐς αἰθέρα ψυχὴ διέπτη GVI 881.4 (Atenas III d.C.?), ἡ νίκη ... διέπτη App.Mith.66, διέπτη τῶν ὀφθαλμῶν ἅπαντα todo desapareció de su vista Philostr.VA 4.25.

3 fig. traspasar los aires, de noticias divulgarse φήμη δὲ διέπτατο δώματος εἴσω Orph.A.594
del rayo fulminar (κεραυνός) ἀνθρώπου ... καθεύδοντος διαπτάμενος Plu.2.665b.