διαπέτασμα, -ματος, τό


1 extensión, abertura, amplitud δ. καὶ [π]λάτο[ς] ἔχοντος como explicación etim. de διϊπετέος (cf. διαπετάννυμι) glos. a Hom. en POxy.3206.26.

2 velo ὁ τοῦ διαπετάσματος διχασμός del templo de Jerusalén, Ath.Al.M.28.997B.