διαπέρθω
• Morfología: [aor. tem. διέπραθον Il.1.367, Q.S.4.478, ép. inf. διαπραθέειν Il.7.32, 18.511, en v. med. διεπράθετο Od.15.384]
devastar, saquear totalmente
ΤροίηνIl.9.46,
τόδε ἄστυIl.7.32, cf. 1.367, 4.53, Od.3.130, Antim.28,
Ἰλίου πόλ[ινPi.Fr.52f.104, cf. Theoc.22.217, Q.S.4.478, 13.353,
ἠὲ διαπραθέειν ἢ ἄνδιχα πάντα δάσασθαιIl.18.511,
τείχεα μακράAP 14.148,
τὸν ἐμὸν διέπερσε ... τάφονAP 8.209, cf. 170, 219 (todos Gr.Naz.), en v. pas.
διεπράθετο πτόλιςOd.15.384.