< διαπεραίωσις
διαπεραντέον >
διαπέραμα
,
-ματος, τό
paso
,
boca
de un estrecho o brazo de mar
, Str.6.1.5,
Peripl.M.Rubri
32, Ptol.
Geog
.1.13.8, Hsch.s.u.
πορθμός
, Sch.
Od
.4.671.