< διαπενταθλέω
†διαπεπάχθαι†· >
διαπέντε
,
τό
• Grafía:
más frec.
diuissim
διὰ πέντε
mús.
(la armonía)
a través de cinco
(cuerdas), e.e.
intervalo de quinta
(cf. διαπασῶν, διατεσσάρων) Cleonid.
Harm
.8.