διαπυέω
medic.
1 supurar Hp.Aph.4.82, Epid.4.49, Nat.Hom.14
•part. neutr. subst.
τὸ διαπυῆσανla parte que supura Gal.10.885, cf. 886, 11.721.
2 fact. hacer supurar
εἴ τις διαπυήσειε (τὰ ἕλκεα) ὡς τάχισταHp.Vlc.1, en v. pas. Aët.8.26.
τὸ διαπυῆσανla parte que supura Gal.10.885, cf. 886, 11.721.
εἴ τις διαπυήσειε (τὰ ἕλκεα) ὡς τάχισταHp.Vlc.1, en v. pas. Aët.8.26.