< διαπυόω
διαπυρίζω >
διαπυριάομαι
calentar completamente
,
fomentar
en v. pas.
καταχέειν ὕδωρ θερμὸν ... ὅκως διαπυριηθέωσιν
Hp.
Mul
.2.145, cf.
Steril
.234.