διαπυκτεύω
combatir, luchar a puñetazos con o contra c. dat.
πολλοῖςX.Cyr.7.5.53,
τῷ δουλαρίῳArr.Epict.2.21.11, cf. 2.24.23, Sch.A.R.2 argumen.
•fig.
τοῖς καταράτοις οἰκονόμοιςLuc.Gall.22
•pelear por
περὶ τῆς αὐλητρίδος διαπυκτεύσαςAth.607e,
περὶ θεῶν ... στασιάζειν καὶ δ. ἀλλήλοιςEus.PE 14.9.7
•abs. de gallos, Luc.Anach.37.