διαπτύω
1 escupir c. ac.
οὐδὲ διαπτύων θανατηφόρον ἰὸν ὀδόντωνNonn.D.40.480
•de un caballo espumajear
τὸν χαλινόνPhilostr.Im.2.5
•c. gen. escupir a
αὐτῆςAel.NA 4.22
•abs. esputar Gal.13.46
•echar, arrojar de la boca, e.d. rechazar
τῶν βρωμάτων τὰ καθαρειόταταPlu.2.101c,
δ. ᾠὰ καὶ ἀμύλια καὶ σητάνειον ἄρτονPlu.2.466d.
2 fig. escupir a, despreciar c. ac.
ὁ σεμνὸς ἀνὴρ καὶ διαπτύων τοὺς ἄλλουςD.18.258, cf. Dam.Fr.258,
διαπτύων τοὺς λόγουςI.AI 1.166, Hld.10.12.1,
διαπτύειν ὃν ἡμεῖς ... περιφέρομενThem.Or.21.254a,
τερπνὸν ἅπαν δ.Gr.Naz.M.36.417A, cf. Lib.Or.57.53
•en v. pas. ser objeto de desprecio
τὰ γὰρ τοιαῦτα ... διαπτύεταιD.Chr.38.38
•burlarse c. ac.
οἰόμενοι ὅτι διαπτύοι αὐτόνPhilostr.VS 626, abs.
κατεφρόνησεν εὐθὺς καὶ διέπτυσενLuc.Merc.Cond.30.