< διάπτωσις
διαπῡδᾰρίζω >
διαπτωχεύω
mendigar
fig.
αἱ γοῦν τὸ παλαιὸν διαπτωχεύουσαι ἐν τοῖς ἔθνεσι
Eus.
Is
.2.20 (p.263).