διαπλάσσω
• Alolema(s): át. -ττω


I tr.

1 ref. a materia inerte moldear, modelar φθόεις Hp.Mul.1.104, ἄρτους D.S.2.57, Plu.2.401e, Caes.39, cf. Poll.7.22, tb. en v. med. ἐκ τῶν φυκίων οἷον νεοττιὰν διαπλασάμεναι Plu.2.981f
abs. moldear una pasta o masa πηλῷ Thphr.HP 4.15.2
fig. c. compl. de abstr. ἤθη ... διαπλάσαι Ph.2.372, κακίας ἔργον ... ἐπινοίᾳ I.BI 7.259, ἄτοπον διάθεσιν D.Chr.67.6, τὰ ὑμῶν αὐτῶν διανοήματα ... ἡδίστοις ῥυθμοῖς καὶ σχήμασιν Iul.Or.3.78d, τὸν λόγον Eun.Hist.17, cf. Ael.VH 3.1, σχῆμα καὶ βλέμμα Hld.7.17.1, en v. pas. ἡ μὲν γὰρ ψυχὴ ἡ διαπλαττομένη ἀθάνατος ὑπ' αὐτοῦ Ath.507e
inventar, crear ref. a la creación poética τὰ τοιαῦτα Sch.Pi.O.9.122a, en v. pas. τέτταρσι διαπλασθέντα προσώποις μῦθον una pieza creada para cuatro personajes, AP 9.542 (Crin.), τὸ ὅλον πρὸς τὸ κεχαρισμένον τῷ διώκοντι μέρει que toda la historia había sido inventada para complacer a la parte demandante, PMonac.47 (VI d.C.).

2 ref. al ser vivo dar forma, configurar (τὰ ζῷα) Thphr.CP 1.12.5, τὴν ὕλην Plu.2.427b, σῶμα ... πρὸς τὴν ἑαυτῆς φύσιν Him.48.13, fig. τὸ ῥῆμα τοῦ Θεοῦ τὸν Ἰσαὰκ διέπλασέ τε καὶ ἐγέννησε Chrys.M.60.553, ὁ παιδοτρίβης ... διαπλάσσων τὸν μανθάνοντα Clem.Al.Strom.6.17.160
gener. crear ζῷα δ. ἔδοξε τῷ δημιουργῷ Ph.1.15, en v. pas. διαπλασθείσης τῆς γυναικός Ph.1.37, cf. Clem.Al.Paed.1.3.7, τὰ ὄργανα παρὰ τοῦ δημιουργοῦ διαπέπλασται Ath.Al.Ep.Fonti p.67.

3 cirug. hacer la coaptación, colocar en la posición correcta τὸ κατεαγὸς μέρος τῆς ῥινός Gal.18(1).479, en v. pas. ἡ μονὴ τοῦ διαπεπλασμένου μυκτῆρος Heliod. en Orib.48.33.5.

II intr. en v. med.-pas. configurarse, tomar forma τὰ μόρια κατὰ τὰ μόρια τῆς ἐχούσης Arist.GA 740a36, ἥλιός τε καὶ σελήνη καὶ τὰ λοιπὰ ἄστρα Epicur.Ep.[3] 90, τὸ μὲν ἐκ γῆς διαπλασθὲν σῶμα Ph.1.119, τὸ βρέφος ἤδη συνιστάμενον καὶ διαπλαττόμενον Plu.2.495e, cf. Aristid.Quint.117.28.