< διαπιδύω
διαπιθανεύομαι >
διαπιέζω
1
apretar
,
comprimir
ἀμφοτέραις ... αὐτοῦ τὰ ἄκρα
Luc.
Lex
.11.
2
exprimir
en v. pas.
οὕτως γὰρ διαπιεσθήσεται τὸ ἰῶδες αὐτῶν
Gal.11.317.