διαπείρω
1 atravesar de parte a parte c. gen. de lo atravesado
διὰ δ' αὐτοῦ πεῖρεν ὀδόντωνle atravesó los dientes, Il.16.405, c. ac. de la cosa atravesada y frec. dat. instrum.
βελόναις τὴν γλῶττανPlu.Art.14,
ἥλῳ τὰ στελέχηGp.5.36.3,
τὰ κάρφηdicho de un blanco hecho de varillas, Luc.Herm.33, sólo c. dat.
κοντῷ διαπείραςAlciphr.2.34.2, en v. pas.
διαπεπαρμένη ἥλοιςPlu.2.567f,
περονηθέντα τοῖς ἥλοις καὶ διαπαρέντα τῇ λόγχῃde Cristo, Gr.Nyss.Thphl.128.8,
ἀπέθανε ... ἐν ῥομφαίᾳ διαπαρεὶςAth.Al.M.26.1252A, c. ac. de rel.
Φιλίππου λόγχῃ τὸν μηρὸν ... διαπαρέντοςPlu.2.331b,
τρίγλης πλευρᾷ διαπαρεὶς τὸ μετάφρενονLuc.VH 1.38,
ὁ λάβραξ ... τὸν ... λαιμὸν διαπαρείςLuc.Merc.Cond.24,
τὴν χεῖρα διαπαρείςI.AI 10.7.
2 c. ac. del instrumento pasar, clavar de lado a lado
σφυρῶν κέντραE.Ph.26,
ὀβελούςIambl.Myst.3.4.
3 en v. med.-pas. internarse, introducirse
τούτων γὰρ διαπειρομένων τῇ σαρκίde los nervios y tendones en la carne, Gal.8.74.