< †διαπεφρυκέναι·
διάπηγα >
διαπεφωνημένως
adv. sobre el part. perf. pas. de διαφωνέω
de diferente manera
ἐπιτελοῦντες τὴν τοῦ Πάσχα ἑορτήν
Socr.Sch.
HE
5.22.16.