< διαπεραντέον
διαπέρασις >
διαπεράσιμος
,
-ον
1
accesible
glos. a βατός
Hsch.
2
penetrante
de la voz, como expl. de διαπρύσιος:
δ. εἰς ἀκοάς
Sch.
Il
.12.439, cf. Eust.709.48.