< διαπειράζω
διαπειράομαι >
διαπειραίνω
pasar
,
atravesar de lado a lado
πειρήνας διὰ νῶτα (tm.)
h.Merc
.48, en v. pas.
πόλῳ διαπειραίνονται
de astros
, Man.2.106.