διαπατάω
engañar totalmente
αὐτόνPl.Lg.738e, cf. Ph.2.92,
ἡ δὲ Μαγνῆτις (λίθος) διαπατᾷ τὴν ὄψιν, ὡς δοκεῖν ἀργύριον εἶναιHsch.λ 1353
•en v. pas. estar totalmente equivocado
διηπατημένη ... δόξαPlu.2.117a
•subst.
τὸ διηπατημένονlo equivocado Arist.Top.148a7,
οἱ νομίζοντες (πλεύμονα) εἶναι κενὸν διηπάτηνταιlos que creen que el pulmón está vacío están equivocados de parte a parte Arist.HA 496b5,
ὁ Καικίλιος ... πάνυ διηπάτηταιLongin.8.4, cf. 2.1.