< διαπαννυχίζω
διαπαντάω >
διαπαννυχισμός
,
-οῦ, ὁ
velada entera
διαπαννυχισμοὶ ἐν ἱεροῖς ἀνδρῶν σὺν γυναιξίν
D.H.2.19.