διανίπτω


1 limpiar, lavar σκεῦος Eub.30, τὰ ἐκπώματα Poll.6.95
medic. limpiar, purgar τὴν κοιλίην διανίψαι γάλακτι Hp.Aff.25, cf. Diocl.Fr.139.

2 en v. med. lavarse τὰ αἰδοῖα Hp.Mul.2.112, cf. διανίζω.