< διανενοημένως
διάνευμα >
διανέομαι
• Morfología:
[pres. part. διανεύμενος]
ir hasta el fondo
, fig.
dedicarse fervientemente a
c. ac.
ἔργα σαοφροσύνης διανεύμενος
AP
2.34 (Christod.).