διανυστικός, -ή, -όν
1 muy efectivo
παρὰ τὸ ἄνω, ἀνύω γέγονεν ἀνία, δ. καὶ πρακτικήChoerob.p.169.4.
2 adv. -ῶς de manera muy efectiva
δ. καὶ διεξοδικῶς αὐτὰ γιγνώσκομενAmmon.in APr.25.24.
παρὰ τὸ ἄνω, ἀνύω γέγονεν ἀνία, δ. καὶ πρακτικήChoerob.p.169.4.
δ. καὶ διεξοδικῶς αὐτὰ γιγνώσκομενAmmon.in APr.25.24.