διανυκτερεύω
I intr.
1 pasar la noche, pernoctar c. pred.
διανυκτερεύων ὕπαιθροςPh.2.488, cf. Olymp.Iob 24.8,
πυρὰ καίωνD.S.13.95,
ἀφεὶς τὰς ἀγκύραςD.S.20.49,
κλαίων αὐτὸνI.AI 6.239, c. giro prep.
ἐν τῇ λώβῃPhalar.Ep.147.4,
ἐν τοῖς ὅπλοιςD.S.13.62, cf. 84,
ἐν πολεμίων ὕβρειD.S.13.58,
σὺν ἐκείνοιςI.BI 1.572,
ἐν τῇ προσευχῇ τοῦ θεοῦEu.Luc.6.12, cf. Hdn.1.16.4,
ἐν τῷ ἱερῷ τοῦ στρατοπέδουHdn.5.8.7,
ἐν ἀθύροις ... οἰκίαιςHdn.8.1.5,
διανυκτερεύσειν ... εἰς τὸν ἀγρὸνAch.Tat.5.26.12, c. adv.
ἐπιπολῆς οἱ διανυκτερεύοντεςlos que pasan la noche en la superficie del mar,
op. κάτω οἱ σπογγοθῆραιPlu.2.950b,
ἐνταῦθα διενυκτέρευσεPlu.Aem.16,
καλὸν μὲν διανυκτερεύεινGal.12.840, sin rég.
ἔα διανυκτερεῦσαιGal.12.408, c. ac. de tiempo
διενυκτέρευσαν μὲν ἐκείνην τὴν νύκτα παρὰ Χάρωνί τινιX.HG 5.4.3,
διανυκτερεύσ[α]ς τὰς πάσας ἡμέ[ραςDictys 137.20.
2 permanecer en vela, velar
διενυκτέρευε μέχρι πόρρω τῆς ἑσπέραςAch.Tat.2.20.1.
II tr. pasar toda la noche haciendo
πρὸς θεὸν λιτάςEuagr.Schol.HE 1.21 (p.30).