διανοητικός, -ή, -όν
I
ἡ δ. ... κίνησις op. ἡ κειμένου τοῦ σώματος ... κινοῦσαPl.Ti.89a, op. lo moral
διττῆς δὲ τῆς ἀρετῆς οὔσης, τῆς μὲν διανοητικῆς τῆς δὲ ἠθικῆςArist.EN 1103a14,
τὰ διανοητικὰ μέρηlas partes que exponen pensamiento op. τὰ ἠθικὰ μέρη ‘partes costumbristas’ en teatro, Arist.Po.1460b4,
πᾶσα ἐπιστήμη δ. ἢ μετέχουσά τι διανοίας περὶ αἰτίας καὶ ἀρχάςArist.Metaph.1025b6, cf. Dam.in Prm.219,
μάθησις δ.aprendizaje intelectual Arist.APo.71a1,
σύγκρισιςEpicur.Fr.[35.1] 4,
δ. διέξοδοςanálisis intelectual M.Ant.6.28,
op. πρακτικόςVett.Val.153.6
•neutr. subst. τὸ δ. el pensamiento, el intelecto
τὸ δ. τῆς ψυχῆςPlot.5.3.2, cf. Gr.Naz.M.36.645A
•inteligente
ἡ προαίρεσις ... ὄρεξις δ.la elección es deseo inteligente Arist.EN 1139b5,
τὸ ... τῶν Ἑλλήνων γένος ... ἔνθυμον καὶ διανοητικόνArist.Pol.1327b31
•mental
διανοητικαὶ φαντασίαιCic.Fam.15.16.1
•neutr. sg. como adv. mentalmente
δ. ἀποτελεῖν καὶ ψυχικόνVett.Val.107.23.
2 discursivo esp. en la teoría de las partes del alma de Aristóteles
λόγος δὲ ἐν τῷ διανοητικῷ τῆς ψυχῆς ἐγγίνεται μορίῳla razón reside en la parte discursiva del alma Arist.MM 1182a18,
δυνάμεις (τῆς ψυχῆς) δ' εἴπομεν θρεπτικὸν, αἰσθητικόν, ὀρεκτικόν, κινητικὸν κατὰ τόπον, διανοητικόνy llamamos potencias (del alma) a las facultades nutritiva, sensitiva, desiderativa, motora y discursiva Arist.de An.414a32, op. νοερός:
ἀπὸ τῆς θείας ἢ νοερὰς ἀλλοιώσεως εἰς τὴν διανοητικήνDam.in Prm.415, cf. Plot.5.3.6
•neutr. subst. τὸ δ. facultad discursiva
ἑτέροις δὲ καὶ τὸ δ. τε καὶ νοῦς, οἷον ἀνθρώποιςArist.de An.414b18
•subst. ἡ δ. la facultad de pensar, la facultad discursiva
ἡ διαλογιστικὴ καὶ δ. (δύναμις) μάλιστα τοῦ θείου κεκοινώνηκενPlu.2.1004d.
II adv. -ῶς intelectualmente
op. αἰσθητικῶς: ἐνθυμεῖσθαι ... δ.Arr.Epict.1.14.7.