διανευρόω
sujetar, asegurar fig.
ψυχὴν ... διανευροῖ λόγοςCyr.Al.M.71.324A, cf. 328A, M.70.1060D, en v. pas.
τῇ παρ' αὐτοῦ χάριτιCyr.Al.M.69.892B, cf. Luc.1.334, c. giro prep.
πρὸς εὐανδρίαν διανευρούμενοιCyr.Al.Luc.1.276.
ψυχὴν ... διανευροῖ λόγοςCyr.Al.M.71.324A, cf. 328A, M.70.1060D, en v. pas.
τῇ παρ' αὐτοῦ χάριτιCyr.Al.M.69.892B, cf. Luc.1.334, c. giro prep.
πρὸς εὐανδρίαν διανευρούμενοιCyr.Al.Luc.1.276.