< Διαναθάν
διανακαθίζω >
διαναίω
• Morfología:
[sólo aor. διένασσε]
establecer en distintos lugares
καὶ τοὺς] μὲν διένασσε πατὴρ ἀν[δρῶν τε θεῶν τε
Hes.
Fr
.33(a).3, 129.9.