< διαναρρίπτει
διανασπάομαι >
διαναρτάω
suspender
, fig. de abstr.
dirigir hacia
en v. pas.
εἰς ἑαυτὸν διανηρτῆσθαι πάντα τὰ ἀγαθά
Iambl.
Protr
.13 (p.72).