διαναγκάζω
1 c. inf. forzar, obligar a
τὴν ὄψιν πρὸς τούτοις εἶναιArist.Pr.959a36, en v. pas.
ἡ ... ὄψις διηναγκασμένη μὴ ἀποβλέπειν ἄλλοσεPl.Lg.836a,
τέρατα διηνάγκασται φάναιPl.Phlb.14e,
προσᾴδειν αὐλῷ ... διηναγκασμένοιPl.Lg.670b.
2 c. ac., medic. forzar, realizar una acción forzando
τὰ δὲ ἐμβλητέα ἢ διορθωτέα διαναγκάσαι δεῖ ἐκτείνονταlas (partes) que deben ser reducidas o encajadas hay que forzarlas a separarse mediante la extensión Hp.Mochl.38,
τοὺς πόρους διαναγκάσαιforzar los poros, e.e. abrirlos Hp.Vict.2.64,
ὑπὸ τοῦ σπόγγου διεναγκαζομένη ... ἡ σύριγξla fístula dilatada por la esponja Hp.Fist.4.