διαναβάλλομαι


1 subirse el vestido, arremangarse διαναβαλλόμενος καὶ ἐπιδείξας ... τὰ αἰδοῖα Demad.Fr.71.2.

2 retrasar una y otra vez, dar largas μέχρι τοῦ νῦν PTeb.50.27 (II a.C.), ἀπ' ἐκείνου τοῦ χρόνου PTeb.957.13 (II a.C.), αὐτὸν διανεβάλλετο λέγων Aesop.220 (cód.), οἱ δὲ ποικίλως διανεβάλλοντο Cyr.Al.M.72.120B, cf. Chrys.M.57.305, glos. a διακρούεσθαι y a †διαπονδαρίζει Hsch., ὅπως δὲ ἂν μὴ ... τινες ... διαναβάλλοιντο καὶ παρέλκοιεν τήν ἐπίδοσιν Iust.Nou.101.3 proem., τὴν τούτων ποίησιν Cod.Iust.1.3.45.7.