< διάμειψις
διαμελεϊστί >
διαμελαίνω
1
tr.
ennegrecer
διαμελαίνων τὸν ἀέρα ... πυρσός
Plu.
Flam
.4.
2
intr.
ponerse negro
τοῦ ἀέρος διαμελαίνοντος
Plu.2.921f, cf. 950a.