< διαμβλώττω
διαμεθίημι >
διαμεγέθης
,
-ες
sobresaliente por su tamaño
εἷς δὲ τῶν ἀγγέλων δ. ὑπὲρ τοὺς ἄλλους
Eu.Barth
.1.24S.