διακᾰθαίρω
I
τά τε αἰδοῖα καὶ τὰ ἕλκεαHp.Mul.1.64,
τὴν σύριγγαHp.Fist.4,
τὸ ὀστέονHp.Morb.2.23,
τὰ στόματα τῶν φλεβῶνHp.Vict.2.56,
(τὸ οὖς) διακαθαίρειν δὲ εἰρίῳlimpiar (el oído) con lana Hp.Epid.5.66, 7.63
•gener.
τὰ τῶν γυναικῶν ... τρύβλιαAr.Ec.847,
τοὺς κρουνοὺς ... τοὺς ἐν τῇ σκηνῇIG 11(2).287A.79 (Delos III a.C.),
ἅλωναEu.Luc.3.17,
διεκάθαιρε τὴν βάσιν τῆς οἰκοδομίαςAgath.1.10.3
•purificar por completo
πόλινPl.R.399e,
τὰς ἀκοάςApollod.3.6.7,
τὴν γινομένην βαρύτηταChrys.Scand.7.22
•en v. med. depurar
ἄν τις τὰ ὑπάρχοντα μὴ διακαθαίρηταιPl.Lg.735c,
τὰ δὲ νέα σπέρματα ... διακαθαίρεταιPetr.I Al.Fr.M.18.513B
•fig.
φροντίδος ... τὸ λογιστικὸν καὶ πρακτικὸν ... διακαθαιρούσηςPlu.2.788b,
θεωρητικὰς τέχναςIambl.Comm.Math.16,
αὐτὸν διακαθᾶραι τοῦ αἰσχροῦ ὀνόματοςProcop.Goth.1.4.6, en v. pas.
διακαθαιρόμεναι αἰσθήσειςsensaciones purificadas Pl.R.411d.
2 de árboles y plantas escamondar, podar Thphr.HP 2.6.5, 7.2, Ph.2.207, PStras.872.8 (III d.C.), en v. pas.
ἡ διακαθαρθεῖσα γῆStr.14.6.5.
II sólo fig.
1 aclarar, explicar
δ. ... οἷα Λακεδαιμόνιοι κακὰ πεπόνθασινDiog.Oen.23.11,
δ. τῷ λόγῳ τὸν πλοῦτονChrys.M.61.292.
2 ordenar, arreglar en v. pas.
μήτε τῇ τάξει μήτε τῇ φράσει διακεκαθαρμένοιClem.Al.Strom.6.1.2
•despejar
τὰ ἐμποδώνClem.Al.Strom.5.1.11.