< διακιγκλίζω
διακιθαρισμός >
διακίδνημι
disipar
,
dispersar
abscesos, Eun.
VS
499, en v. pas.
τὰ νέφη ... ὑπ' αὐτοῦ (τοῦ ἡλιακοῦ φωτός) διακίδναται
Iul.Ar.242.9, cf. διασκίδνημι.