διακέομαι
• Alolema(s): lesb. dud. διάκημαι Sapph.3.9 (v. διάκειμαι)
reparar s. cont., Sapph.l.c.,
τὴν ὀροφὴν τῆς οἰκίαςIG 11(2).199A.69,
τοῦ γυμνασίου ... τὸν κέραμον τὸν κατειαγόταIG 11(2).287A.112, cf. 154A.10, 199A.104, 219A.31 (todas Delos III a.C.).