διακωδωνίζω
1 hacer mucho ruido
βαυκαλῶν καὶ διακωδωνίζωνLuc.Lex.11.
2 tr., c. ac. de pers. o asimilados poner a prueba
ἐκεῖνος ἡμᾶς διεκωδώνιζεν ἅπανταςD.19.167,
ἕκαστον τῶν ποιμένωνIambl.Fr.91,
διάνοιαν τὴν ΚλαυδίουI.AI 19.262,
(αὐλῳδός) διασείσας καὶ διακωδωνίσας τὸ συμπόσιονPlu.2.704d,
διακωδωνίσας αὐτὸν ἐν ἀρχῇChrys.M.58.733, cf. Hsch.
•en la escuela examinar
τὰ μειράκιαPhilostr.VS 619.
3 dar a conocer, divulgar
πανταχοῦ διακωδωνίζοντα ταῦταStr.2.3.4, cf. CCP (536) Act.5 (p.91.33), en v. pas.
πανταχῆ τὸ κακὸν διακεκωδώνιστοLib.Decl.40.53,
διακωδωνισθέντες· διαφημισθέντεςHsch., EM 267.27G.