< διακυμαίνω
διακῠνοφθαλμίζομαι >
διακυμβαλίζω
dar ritmo
o
musicalidad
τῷ τῶν λεξειδίων ῥυθμῷ διακυμβαλίζων τὸν λόγον
Gr.Nyss.
Eun
.1.16.