< †διακτήρ
διακτορέω >
διακτηρία
,
-ας, ἡ
acompañamiento
musical
ὃ πρὸς τὴν διακτηρίαν εἶναι χρήσιμον
Thphr.
HP
4.11.4 (cód., pero v. διατορία).