διακρῐδόν
adv.
I c. adj. en alto grado, con mucho, c. sup. con diferencia
δ. εἶναι ἄριστοιIl.12.103, cf. 15.108,
τοῦτο δὲ δ. ... μέγιστον ὤπασε κακόνSemon.8.71,
παρέχεται ἰχθῦς ἀρίστους δ.Hdt.4.53.
II c. verb.
1 sumamente
δ. δ' ἠσκημένης κόμης ἐπιμέλειαLuc.Am.3
•especialmente, sobre todo
ἀντ' ἀρετῆς σε δ. Ἆλις ἀείδειAP 7.541 (Damag.),
ἐπεβρωμᾶτο ... Λητοῖ δὲ δ.rugía especialmente contra Leto Call.Del.57, cf. AP 16.336.
2 con precisión
πλάστιγγι δ. ἄχθος ἐρύξαςNic.Th.955
•detalladamente
ναυτιλίην τε δ. ἐξερέεινενA.R.4.721.
3 separadamente, por separado
ἐν δ' ἄρ' ἑκάστῳ τέρματι δαίδαλα πολλὰ δ. εὖ ἐπέπαστοA.R.1.729,
ἔστιχον ... δ.Nonn.D.34.349, cf. Agath.5.7.3,
πάντα ... ὑφάνασα δ.todas las cosas ... las urdí una por una, Hymn.Is.14 (Andros)
•de forma dispersa
κῦμα δ. ἄλλοθεν ἄλλα δοῦρα φέρῃOpp.H.4.408
•en estado de distinción
op. ὁμοθυμαδόνDam.Pr.59
•fig. οὐ δ. sin distinción
ὅ τι προστάξειεν, ἐγίγνετο, οὐ δ. ἔτι περὶ τῶν ὁσίων ἢ δικαίωνApp.BC 5.9.