διακράζω
• Morfología: [sólo perf. excep. διέκραζον PHerm.Rees 6.18 (IV d.C.)]
I
οἷα πιπίζουσι καὶ τρέχουσι διακεκραγότεςAr.Au.307, de pers.
διακεκραγότοςa voz en grito Cyr.Al.Inc.Unigen.703D
•c. dat. competir en gritos c. dat.
πόρναισι καὶ βαλανεῦσιAr.Eq.1403.
2 predicar
ἆρα δυνήσονται ἀκούειν ... διακεκραγότος Μιχαίου;Gr.Nyss.M.46.1164A
•manifestarse públicamente
ὅπως ἂν ... ἐφ' οἷς ἐνδόξως διέκραζων (l. -ον) μέγιστα ἡσθῶPHerm.Rees l.c.
II tr. proclamar
ταῦτα διακέκραγεν ὁ γραμματεύςCyr.Al.M.68.372B.