< Διάκριτος
διακροβολίζομαι >
διακροάομαι
escuchar
,
seguir las lecciones de
c. gen.
διηκροάσατο δὲ καὶ Εὐβουλίδου τοῦ διαλεκτικοῦ καὶ Πλάτωνος
Sud.s.u.
Δημοσθένης
.