διακρατητικός, -ή, -όν


1 capaz de gobernarlo todo δυνάμεις ... διακρατητικὰς τῶν ὅλων οὔσας Porph.VP 50, cf. Didym.in Ps.140.17
subst. τὸ δ. τῆς κτίσεως la capacidad de controlar la creación Chrys.M.63.23.

2 capaz de contenerlo todo τὸ σῶμα διακρατητικὸν ἦν αὐτῶν S.E.M.9.72.

3 que liga o mantiene unido subst. τὸ δ.: τὰ διακρατητικὰ τούτου (τοῦ σώματος) e.e. los huesos y los nervios, Didym.in Iob 278.6.