διακουφίζω
medic.
1 disminuir, remitir ligera o temporalmente
(οἱ πυρετοί) σμικρὰ διακουφίζοντεςHp.Epid.1.7, cf. 1.26.13, 3.17.1.
2 tr. mejorar, aliviar
τὸ ἧπαρ καὶ τοὺς πυρετοὺς οὐδὲ σμικρὸν οἱ ὕδεροι διακουφίζουσινRuf. en Orib.45.30.69,
τοῖς ὀδοῦσι συμφέρει καὶ διακουφίζει τὴν κεφαλήνRuf. en Orib.Syn.1.18.